διαγινώσκω
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ion. et réc. c. διαγιγνώσκω.
English (Slater)
διαγῑνώσκω pass.
1 be distinguished διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν a chorus of Keans speaks (Pae. 4.22)
ion. et réc. c. διαγιγνώσκω.
διαγῑνώσκω pass.
1 be distinguished διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν a chorus of Keans speaks (Pae. 4.22)