ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
πτάσσω (cf. πτώσσω.) 1 shrink back in awe ἔπταξαν δ' ἀκίνητοι σιωπᾷ ἥροες ἀντίθεοι (P. 4.57) [πτάξεις (coni. Edmonds: πτίξεις codd.) fr. 207.]