χαίτα

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

English (Slater)

χαίτα (-αν, -αις(ι), -ας.)
   1 hair χαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι (O. 3.6) νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.24) κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (sc. Ζεύς) (N. 1.14) (στέφανοι) τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίτας (I. 1.29) ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων (I. 7.39) χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. . ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (sc. ἀγάλλειν, simm.) fr. 215. 7.