ἀαδεῖν

From LSJ
Revision as of 09:13, 19 August 2017 by Spiros (talk | contribs)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek (Liddell-Scott)

ἀαδεῖν: «ὀχλεῖν, λυπεῖσθαι, ἀδικεῖν· ἀπορεῖσθαι, ἀσιτεῖν», καθ’ Ἡσύχ. ἀλλ’ ἴδ. καὶ Σουΐδ. Ἀμφοτέρων ὅμως αἱ ἑρμηνεῖαι φαίνονται συγκεχυμέναι. Ἴσως σημαίνει «μὴ ἀρέσκειν».

Spanish (DGE)

ὀχλεῖν, ἀπορεῖν Et.Gud., cf. Hsch., Phot.α 5.

• Etimología: Prob. ἀ- priv. + contaminación de la r. que se encuentra en ἅδην y de la de ἡδύς q.u.