ἄγληνος
From LSJ
ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying
German (Pape)
[Seite 17] ohne Augapfel, blind, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγληνος: -ον, ὁ ἄνευ γλήνης, ὅ ἐ. τυφλός. Νόνν. μετ. Εὐαγ. Ἰω. θ΄, στίχ. 6.
Spanish (DGE)
-ον
sin globo del ojo, ciego πρόσωπον Nonn.Par.Eu.Io.9.6.