ἀγλαοεργός
From LSJ
Full diacritics: ἀγλαοεργός | Medium diacritics: ἀγλαοεργός | Low diacritics: αγλαοεργός | Capitals: ΑΓΛΑΟΕΡΓΟΣ |
Transliteration A: aglaoergós | Transliteration B: aglaoergos | Transliteration C: aglaoergos | Beta Code: a)glaoergo/s |
όν, (ἔργον)
A ennobled by works, Max.68.
ἀγλαοεργός: -όν, (ἔργον) ὁ λαμπρός, ἔνδοξος διὰ τὰς ἑαυτοῦ πράξεις, Μάξιμ. Σοφιστ. περὶ Καταρχῶν 68.
-όν de nobles hazañas, heroico Max.68.