ἀδηλοποιός
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
όν,
A making unseen, Sch.Il.2.455; φάρμακα Sch.E.Med.1201.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ καθιστῶν τινα ἤ τι ἀόρατον, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 455, καὶ ἀλλ.
Spanish (DGE)
-όν
1 que hace invisible φάρμακα Sch.E.Med.1201.
2 destructor, que destruye Apollon.Lex.165, Porph.ad Il.163.14, Sch.Od.16.29, Sch.Opp.H.2.409.