ἀδηλότης
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A uncertainty, Protag.4, Plb.5.2.3, Ph.1.277, Corn.ND13, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδηλότης: -ητος, ἡ, ἀβεβαιότης, Πρωταγ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 51, Πολύβ. 5. 2, 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
obscurité, incertitude.
Étymologie: ἄδηλος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 no evidencia Protag.B 4, τὴν ἀδηλότητα προορᾶσθαι prever lo que no es evidente, e.e., poder conocer lo que no es patente Hp.Ep.17.6, cf. Plb.5.2.3, 36.6.2, Ph.1.277, Corn.ND 13, 1Ep.Ti.6.17.
2 fig. oscuridad ὁ δὲ Πύρρων καὶ τὰ προδήλως ἡμῖν ληφθέντα τῶν πραγμάτων εἰς ἀδηλότητα περισπᾶν βιάζεται S.E.M.1.305.