ἀζημίωτος
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ον,
A immune from penalties, Secund. Sent.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀζημίωτος: -ον, ὁ μὴ ζημιούμενος, Σεκούνδ. γν. σ. 23.
Spanish (DGE)
-ον
no sujeto a tarifa o tasa, exento de impuestos, ἐμπορία Secund.Sent.17, δεσποτεία πανταχόθεν ἀ. autonomía financiera completamente exenta de impuestos, IGLS 2501bis.14 (Siria V d.C.).