ἀθλοθεσία
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ἡ,
A office of ἀθλοθέτης IG22.1368.131 (Athens, ii A. D.): —also ἀθλο-θετία, ἡ, Ar.Fr.739a.
German (Pape)
[Seite 47] ἡ, das Kampfpreisaussetzen, Poll. 3, 140.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθλοθεσία: ἢ -θετία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀθλοθέτου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 585, ἔνθα ἴδε Δινδ. πρβλ. Λοβ. Φρύν. 510.
Spanish (DGE)
v. ἀθλοθετία.