A v. ἄμι. II v. ἄμμες.
ἄμμι: -εως, τό, Ἀφρικανικὸν φυτόν, ammi Copticum, Διοσκ. 3. 70.
dat. éol. de ἡμεῖς.
see ἡμεῖς.
v. ἄμι.ἄμμιν v. ἐγώ.