ἀντισόω
From LSJ
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low
German (Pape)
[Seite 260] dagegen ausgleichen, Thuc. 3, 11; Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
égaliser, égaler.
Étymologie: ἀντί, ἰσόω.
Spanish (DGE)
I intr., en v. med. estar en términos de igualdad τὸ ἡμέτερον Th.3.11.
II tr., en v. act.
1 considerar como igual, comparar καὶ μὴ δυνάμενος ἀντισῶσαι τῷ φωτὶ ἐκείνῳ τὸ τοῦ Ἰησοῦ φῶς Ammon.Ac.M.85.1596D
•en v. pas. ser igual τοῖς ἁμαρτήμασι τὰ τῆς ὕβρεως ἀντισώθη Gr.Naz.M.37.245A.
2 part. subst. τὸ ἀντισοῦν contrapeso ἔμπαλιν δὲ τὸ ἀ. τοῦ τῆς δικαιοσύνης ἐνδεικνύμενος ζυγοῦ Clem.Al.Paed.1.10.92.