βροχωτός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A formed by a noose, ἀγχόνη Neophr.3.2. 2 twisted, corded, of chain-work, β. ἔργον Aq., Sm.Ex.28.15.
Greek (Liddell-Scott)
βροχωτός: -όν, ἐν τῷ βρόχῳ εἰλημμένος, πεπαγιδευμένος, Νεόφρ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Μηδ. 1337, ἴδε Herm. Opusc. 3. 255. 2) δικτυωτὸς ἢ κατὰ τετράγωνα, β. ἔργον, opus laqueatum, Σύμμ. Ἐξ. 28. 15.
Spanish (DGE)
-όν
anudado en forma de lazo corredizo para ahorcar, ἀγχόνη Neophr.3.2
•de cadenas engarzadas en forma de nudos Aq., Sm.Ex.28.14.