πλάνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A wandering, roaming, Hdt.1.30, 2.103, 116 : freq. in A.Pr., in sg., 622, 784, al.: in pl., τηλέπλανοι, πολύπλανοι πλάναι, 576(lyr.), 585(lyr.), cf. Ar.V.873 (lyr.). 2 discursive treatment, ἡ διὰ παντὸς διέξοδος καὶ π. Pl.Prm.136e; ἡ π. τοῦ λόγου Id.Lg.683a. II metaph., going astray, βίοτος ἀνθρώπων π. E.Fr. 659.8; π. καὶ ἄνοια Pl.Phd.81a; πλάνης ἔμπλεῳ Id.R.505c ; ἡ περὶ τὰ χρώματα π. τῆς ὄψεως the illusion, ib.602c; πολλὴν ἔχει . . πλάνην irregularity, Arist.EN1094b16 ; πολλὰς ἀπορίας ἔχει καὶ π. Id.de An. 402a21 ; ἡ κατὰ τὰς αἰσθήσεις π. Epicur.Nat.28 Fr.7; π. καὶ παραλογισμός Phld.Rh.1.30S., cf. Diog.Oen.33. 2 deceit, imposture, LXX Pr.14.8, Ev.Matt.27.64.