αἰωνιότης
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A perpetuitas, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
αἰωνιότης: -ητος, ἡ, διάρκεια παντοτεινή, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 eternidad (τὸ πνεῦμα) αἰωνιότης ὑπάρχει Didym.M.39.517B, cf. M.39.708A.
2 perpetuitas, Gloss.2.221.