διαπονητέον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
διαπονητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐργασθῇ πολύ, Κλήμ. Ἀλ. 284.
Spanish (DGE)
hay que esforzarse, practicar, ἐγκράτεια, ἣν ... δ. el autodominio que hay que practicar Ph.2.235, τὸ ἔντεχνον Clem.Al.Paed.3.10.51.