εἰσπορεύομαι
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. εἰσπορεύετω E.El.1285 (cód.)]
I 1de pers. marchar, irse Ἀχαιίδος γῆς οἴκαδε εἰσπορευέτω E.l.c., μὴ ἀγωνιᾷς ἐὰν ὅλως εἰσπορεύονται (l. -ων-), ἐγὼ ἐν Ἀλεξανδρε<ί>ᾳ μενῶ POxy.744.4 (I a.C.) en BL 7.130
•fig. de dinero irse, gastarse οὐκέτι ζητοῦσι πῶς εἰσπορεύεται no preguntan cómo se han ido (los quince mil talentos), Plb.23.14.9.
2 de un lugar extenderse τὸν δὲ τόπον τὸν εἰσπορευόμενον ἐν δεξιᾷ ἐκ τοῦ σταδίου μέχρι τῶν νακορείων ICos ED 215A.20 (I a.C.).
II 1entrar, introducirse κατέκλινεν ἐπὶ τὸ δεῖπνον ὥσπερ εἰσεπορεύοντο los hizo sentar a la mesa en el orden en que habían ido entrando (en la tienda), X.Cyr.2.3.21, cf. D.S.18.27.2, ψυχρὰ εἰσπορευόμενα el frío que se introduce en el cuerpo, Arist.Pr.965a34, ἐν τῇ πρώτῃ καμίνῳ εἰσπορευομένων ἐν ἀριστερᾷ en el primer horno según se entra a mano izquierda, PZen.Col.81.14 (III a.C.), en una ciudad, Aen.Tact.24.7, en sagrado ἁγνὸν εἰσπορεύεσθαι Sokolowski 3.171.15 (Cos II a.C.), cf. UPZ 6.30 (II a.C.), λουσαμένην κ[ατα] κέφαλα εἰσπορεύεσθαι αὐθημερόν IG 22.1366.6 (Sunion I d.C.), cf. 5(1).1390.37 (Andania I a.C.)
•gener. c. εἰς y ac. de lugar εἰς τὸν τῶν πολεμίων χάρακα Plb.5.81.2, κατὰ πάσας τὰς πύλας εἰς τὴν Τεγέαν Plb.16.36.9, εἰς τὴν πόλιν LXX Ge.23.10, cf. D.H.7.42, Eu.Marc.1.21, 6.56, εἰς Αἴγυπτον LXX Ex.1.1, PCair.Zen.15ue.18 (III a.C.), εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου LXX Ex.30.20, εἰς τὴν οἰκίαν Eu.Luc.22.10, c. otras constr. de lugar ὅπου ἦν τὸ παιδίον Eu.Marc.5.40, κατὰ τοὺς οἴκους Act.Ap.8.3
•tb. c. εἰς y ac. de pers., frec. colect. εἰς τὴν σύγκλητον Plb.32.3.10, cf. 21.19.5, 31.5, εἰς τοὺς παῖδας μὴ εἰσπορευέσθω τῶν νεανίσκων μηθείς que ningún joven entre donde los niños, IBeroeae 1B.13 (II a.C.), εἰς αὐτούς dicho del diablo, Herm.Mand.12.5.4, ἡ λύπη ... εἰς τὸν ἄνθρωπον Herm.Mand.10.2.2, de los alimentos εἰς τὸ στόμα Eu.Matt.15.17
•penetrar, tener acceso o permiso para entrar οἱ εἰς τὸ ἄδυτον εἰσπορευόμενοι πρὸς τὸν στολισμὸν τῶν θεῶν OGI 56.4 (Tanis III a.C.), cf. 90.6 (II a.C.), οἱ τοῦ Διὸς θεραπευταὶ τῶν εἰς τὸ ἄδυτον εἰσπορευομένων Sardis 22.2 (II/I a.C.), cf. SEG 29.1205.6 (Sardes II d.C.).
2 acudir, presentarse ante una pers., c. πρός y ac. de pers. πρὸς τὸν παῖδά σου LXX Ge.44.30, πρὸς τὸν βασιλέα LXX Es.2.13, πρὸς ὑμᾶς PZen.Col.6.10 (III a.C.), cf. Act.Ap.28.30, IG 12(1).1032.17 (Cárpato II a.C.), πρὸς τὸν στρατηγόν POxy.717.7 (I a.C.).
3 c. mov. fig. acceder a un cargo ὁ δὲ αἱρεθεὶς γυμνασίαρχος, ὅταν εἰσπορεύηται εἰς τὴν ἀρχήν IBeroeae 1A.34 (II a.C.), cf. Jahresh. 10.1907.18.14 (Pagas I a.C.).