ἐκζεστός
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
όν,
A boiled, τευτλίον Diph. Siph. ap. Ath. 9.371a ; θρῖδαξ Did. ap. Aët. 9.42 ; hardboiled, ᾠά Alex. Trall. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζεστός: -όν, βρασμένος ἐντελῶς, βραστός, τευτλίον ἢ σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 371Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
cocido, bien hervido σευτλίον Diph.Siph. en Ath.371a, ἀργῷ μαγείρῳ πάντα ἐκζεστά Aesop.Prou.146, χοιριδίων τὰς γλώσσας ... ἐκζεστὰς ... ἡτοίμασεν Vit.Aesop.G 51, θρίδακες Didymus en Aët.9.42, ὠά Alex.Trall.2.7.12.