ἐμπλήδην
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
Adv.
A fully, as a whole, Nic.Al.129.
German (Pape)
[Seite 814] adv., angefüllt, Nic. Al. 129.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλήδην: ἐπίρρ., «γεμᾶτα», ἐμπλήδην κυκεῶνα πόροις ἐν κύμβεϊ τεύξας, «πληρεστάτην τοίνυν κίλυκα ποιήσας τοῦ κυκεῶνος δίδοθι πιεῖν» (Εὐτέκν.), Νικ. Ἀλεξιφ. 129.
Spanish (DGE)
adv. junto con c. dat. γληχὼ ποταμηίσι νύμφαις ἐ. ... τεύξας Nic.Al.129.