ἀποπλήσσομαι
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Spanish (DGE)
1 intr. privarse, quedar inconsciente ὑπτία δὲ κλίνομαι δείσασα πρὸς δμωαῖσι καποπλήσσομαι S.Ant.1189.
2 tr. rechazar, hacer repercutir μᾶλλον ἀποπλήττεται τὸν προσπίπτοντα Arist.Pr.899b24, en v. pas. τὸν ὑετὸν γίγνεσθαι ... ἀποπληττόμενον y que se produce la lluvia al ser golpeada (por el granizo), Epicur. en Gal.19.289.