ἀσκληπιάς
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A swallow-wort, Vincetoxicum officinale, Dsc.3.92, Gal.11.840. 2 = ἐλλέβορος λευκός, Ps.-Dsc.4.148 Wellm. 3 = δάφνη, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκληπιάς: -άδος, ἡ, πόα τις ἀκριβῶς μὴ γνωστή, «κλωνία ἀνίῃσι μακρά· ἐφ’ ὧν φύλλα κισσῷ ὅμοια, ῥίζας πολλάς καὶ λεπτάς· ἄνθος βαρύοσμον… φύεται ἐν ὄρεσι» Διοσκ. 3. 106, πρβλ. Γαλην. τ. 11, σ. 840.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
I bot.
1 hirundinaria o vencetósigo, Vincetoxicum, hirundinaria Medicus, Dsc.3.92, Gal.11.840, Plin.HN 27.35, como antídoto, Paul.Aeg.7.3.s.u.
2 otro n. del eléboro blanco, Veratrum album L., Ps.Dsc.4.148.
3 laurel, Laurus nobilis L., Hsch.
4 otro n. de la dragontea o serpentaria, Dracunculus vulgaris (L.) Schott, Ps.Apul.Herb.14.9.
II medic. hemorroide, Cyran.1.21.64.