ἀρτίθηρος
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
ον,
A newly caught, Damocr. ap. Gal.14.93.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίθηρος: -ον, ὁ ἄρτι θηρευθείς, συλληφθείς, ἀρτιθήρους ἐχίδνας Δημόκρ. παρὰ Γαλην. π. Ἀντιδ. 1. 15, σ. 893C.
Spanish (DGE)
-ον recién capturado ἔχιδναι Damocr. en Gal.14.93.