δυσκληδόνιστος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ον,
A of ill name, boding ill, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 682] von schlimmer Vorbedeutung, Luc. Am. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκληδόνιστος: -ον, κακὸν ὄνομα ἔχων, προμηνύων κακά, δυσοιώνιστος, Λουκ. Ἐρωσ. 39.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -κλῃδ- Sud.
que es de mal augurio θηρία τὰ πρωΐας ὥρας ὀνομασθῆναι δυσκληδόνιστα animales cuyo nombre es de mal augurio citar por la mañana temprano Luc.Am.39, δ.· δυσφήμιστος Sud.