δυσκατάπαυτος
From LSJ
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
Spanish (DGE)
(δυσκᾰτάπαυτος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470, pero v. δυσκατάπαυστος.
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
(δυσκᾰτάπαυτος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470, pero v. δυσκατάπαυστος.