ἄτρητος
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
English (LSJ)
ον,
A not perforated, without aperture, Pl.Plt.279e, Arist. HA516a26; with imperforate anus, Ptol.Tetr.150; of a virgin, Procop.Arc.17. II Act., not making holes, ζῷα interpol. in Arist. HA488a25.
German (Pape)
[Seite 389] 1) nicht durchbohrt, ohne Oeffnung, Plat. Polit. 279 e. Bei Medic. = deren Zeugungstheile od. After verwachsen; vgl. τιτράω. – 2) Bei Arist. H. A. 1, 1, 12 stehen ζῷα ἄτρητα den τρηματώδη entgegen, die nicht in Höhlen leben.
Spanish (DGE)
-ον
1 no perforado τῶν ἀτρήτων (περικαλυμμάτων) τὰ μὲν νεύρινα φυτῶν ἐκ γῆς, τὰ δὲ τρίχινα Pl.Plt.279e, τὸ ὀδόντων γένος, ὀστοῦν τῇ μὲν ἄτρητον, τῇ δὲ τρητόν Arist.HA 516a26, ζιγγίβερι ἄ. Gal.14.292, cf. 13.302
•anat., de pers. c. ref. a los órganos sexuales οἱ δὲ λεγόμενοι ἄτρητοι, εἴτε τρῆμα ἔχοιεν λεπτὸν εἴτε μηδ' ὅλως Gal.14.787, εὐνοῦχοι ἢ ἑρμαφρόδιτοι ἢ ἄτρωγλοι καὶ ἄτρητοι γίγνονται Ptol.Tetr.3.13.12, σπάδοντας ποιοῦσι καὶ αὐλικοὺς ἢ στείρας ἢ ἀτρήτους Ptol.Tetr.4.5.16, Σατορνῖνος ... ἐξήνεγκεν ὅτι δὴ οὐκ ἄτρητον γήμαι Saturnino ... contó que se había casado con una mujer no sin abrir e.d. desvirgada Procop.Arc.17.36.
2 no perforable de metales muy compacto κυανὸν ἐπίβαλλε, ἕως γένηται ἄρρευστος καὶ ἄ. Ps.Democr.p.45
•pero cf. ἄτριστος.
3 que no cava agujeros (ζῷα) τὰ μὲν τρηματώδη τὰ δ' ἄτρητα Arist.HA 488a25.