αἱματουργός
From LSJ
English (LSJ)
ή, ον,
A murderous, Ἄρεος δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματουργός: -όν, ὁ πρόξενος αἱματοχυσίας, Πορφ. παρ’ Εὐσεβίῳ ΙΙΙ 204D.
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτουργός) -ή, -όν
que produce sangre, asesino Ἄρεως δύναμις Porph. en Eus.PE 3.11.39.