ἀλιτροδίκης
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιτροδίκης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ἀλιτηρίου τρόπου δικάζων, Μεθόδ. 104C.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [ᾰλιτροδῐ]
cuyo juicio es impío ἄνδρες poét. en Meth.Symp.119.