ἀναθεωρέω
English (LSJ)
A examine carefully, Thphr.HP8.6.2, D.S.12.15 (Pass.); consider a second time, Thphr.HP1.5.1.
German (Pape)
[Seite 188] wieder-, genau betrachten, Diod. Sic. 12, 15; Plut. Aem. P. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεωρέω: θεωρῶ τι, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, βλέπω ἢ ἐξετάζω ἐκ νέου, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 1. 5, 1., 8. 6, 2, Διόδ. 12. 15
Spanish (DGE)
considerar, observar detenidamente τὴν θέσιν Thphr.HP 8.6.2, ἐλλείμματα μυρία τοῦ καλοῦ Plu.2.65e, τὸν ἀμφοῖν ... βίον Philostr.VA 2.39, τὰ προγεγονότα M.Ant.7.49, op. ἐξ ἐπιπολής θεωρεῖν una ley, D.S.12.15, cf. Thphr.HP 1.5.1, Luc.Vit.Auct.2, Nec.15, Act.Ap.17.23, Ep.Hebr.13.7, Plu.Cat.Mi.14, Longin.7.3
•c. dat. fijarse ἀναθεωρεῖν δέ σε παρακαλῶ τῇ λογοθεσίᾳ Bito 45.1.