πορφυρέω
From LSJ
English (LSJ)
πορφύρω, ἁλὶ πορφυρεούσῃ v.l. in Arat. 158; ἀμέθυστον . . πορφυρέουσαν (
A v.l. πορφύρουσαν) D.P.1122; χρυσῷ πορφυρέοντι Opp.C.2.597 (vv.ll.πορφύρεον, πορφυρόεντι; πορφύροντι cj.Schneider); λειμῶνες ἀνήροτα πορφυρέουσι v.l. for -φύρουσι ib.1.462.