ἀποθινόομαι
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Pass.,
A to be silted up, Plb.1.75.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθῑνόομαι: παθ. πληροῦμαι, ἀποφράττομαι δι’ ἄμμου ἢ πηλοῦ, Πολύβ. 1. 75, 8.
Spanish (DGE)
llenarse de arenade un río συνθεωρήσας ... ἀποθινούμενον τὸ στόμα Plb.1.75.8.