ἀποτιννύω
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτιννύω: ἀποτίνω, Ἑβδ.: - ὡσαύτως ἀποτίννυμι, ἐν τῷ ἀπαρ. -τιννύναι, μετοχ. -τιννύντες, Θεμίστ. 289C, 40D, -τιννύτω, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 4. 8, 36.
Spanish (DGE)
pagar, indemnizar αὐτὰ ἑπταπλάσιον LXX Si.20.12, ἃ οὐχ ἥρπασα, τότε ἀπετίννυον LXX Ps.68.5, cf. Ph.2.596, I.AI 8.148, 12.146 (ambas var.)
•abs. ἐγὼ ἀπετίννυον παρ' ἐμαυτοῦ yo indemnicé de lo mío propio LXX Ge.31.39.