ἀριστόνικος
From LSJ
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A gaining glorious victory, κράτος Trag.Adesp. 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστόνῑκος: -ον, ὁ διδούς, ὁ παρέχων ἀρίστην νίκην, λαβών ἀριστόνικον ἐν μάχῃ κράτος Ἀθήν. 457Β, ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὑποκρύπτεται λογοπαίγνιον ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα Ἀριστόνικος. ΙΙ. ὁ ἐνδόξως νικῶν, στρατάρχης ἀριστόνικος, νίκαις πολλαῖς ἐκπρέπων Κωνστ. Μανασσ. Χρον. 3188.
Spanish (DGE)
(ἀριστόνῑκος) -ον
• Grafía: graf. -νεικ- IG 12(5).521 (Citno I/II d.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
que obtiene la mejor victoria κράτος Trag.Adesp.91, τὸν ἀριστόνεικον τὸν ἀρχιαιρέα IG l.c. (tal vez n. pr.).