ἀρρέντερος
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
A v. ἄρσην.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): ἐρσεναίτερος Schwyzer 424.2 (Élide IV a.C.)
de sexo masculino κα<τ>' ρρεντερον γένος por línea masculina, SMSR 13.1937.58.21 (Mantinea V a.C.)
•op. a θηλύτερος Schwyzer l.c.