ἀροτρίαμα
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
ατος, τό,
A ploughed land, Sch.Ar.Pax1158.
German (Pape)
[Seite 357] τό, Erkl. von ἄρωμα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτρίᾱμα: -ατος, τό, ἄρωμα, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μέρος ὠργωμένον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 1158.
Spanish (DGE)
-ματος, τό tierra arada Sch.Ar.Pax 1158.