βδέλυγμα

Revision as of 12:20, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A abomination, τοῖς Αἰγ. πᾶς ποιμήν β. LXX Ge. 43.32, etc.; β. τῶν ἐρημώσεων, ἐρημώσεως, of an idol, ib.Da.9.27, 1 Ma. 1.54, cf. Ev.Matt.24.15.

German (Pape)

[Seite 440] τό, das Verabscheute, Scheusal, LXX.; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

βδέλυγμα: τό, πρᾶγμα βδελυκτόν, δηλ. εἴδωλονπρᾶγμα προσφερόμενον εἰς εἴδωλα, Ἑβδ. (Δαν. θʹ, 27., 1 Μακκ. αʹ, 54), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κδʹ, 15· ‒ βδελυγμός, ὁ, παρ’ Ἡσυχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
NT objet d’horreur, cause d’abomination ; partic. culte des idoles, idolatrie.
Étymologie: βδελύσσομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
abominaciónde lo ritualmente impuro, LXX Ge.43.32, del cuerpo enfermo, Philost.HE 7.13, esp. de la idolatría τῇ Ἀστάρτῃ βδελύγματι Σιδωνίων LXX 3Re.11.6, ἀπὸ τῶν βδελυγμάτων ὧν ἐποίησατε LXX Ie.51.22, cf. 39.35, ζυγοὶ δόλιοι β. ἐνώπιον κυρίου LXX Pr.11.1, de la soberbia τὸ ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν β. ἐνώπιον τοῦ θεοῦ Eu.Luc.16.15, cf. Eus.HE 3.5.4, de la maledicencia, Origenes Hom.5.11 in Ier.

• Etimología: v. βδελυρός.