φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
βρασμώδης: -ες, (εἶδος) ἀναβράζων, προξενῶν κλονισμόν, κίνησις Γρηγ. Νύσσ. 1, 160 (Migne).
-εςtembloroso, διά τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως Gr.Nyss.M.44.160C.