γονατόδεσμος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ,
A knee-band, Gloss.
German (Pape)
[Seite 501] ὁ, Knieband.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτόδεσμος: ὁ, ἐπίδεσμος τοῦ γόνατος, Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ venda para la rodilla, rodillera, Gloss.2.33.12.