γραμμάριον
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
τό,
A weight of two obols, Aët.7.117.
German (Pape)
[Seite 504] τό, ein Skrupel, 1/24 der Unze, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμάριον: τό, βάρος ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς ὀβολούς· ἴδε Δουκάγγ. ἐν παραρτ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
gramito, gramo pequeña unidad de peso γραμμάρια ἓξ στίμμεως πεπλυμένου en la preparación de un colirio, Aët.7.116, cf. Gal.14.462, Hippiatr.Lond.83, cf. γράμμα Iv.