γρηγορικός
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ή, όν,
A wakeful, watchful, Id.
German (Pape)
[Seite 506] = ἐγρηγορικός, Sp.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Grafía: graf. γρι-
despierto, vigilante, Gloss.3.331, 512.