διάδετος
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ον,
A bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in .., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.
Greek (Liddell-Scott)
διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.
Spanish (DGE)
-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
•subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.