διαπλώω
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
English (LSJ)
Ion.
A = -πλέω, A.R.2.629, Nic.Al.559, AP7.23 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 596] p. = διαπλέω; ᾶλὸς κέλευθα Ap. Rh. 2, 629; πτερύγεσσι Nic. Al. 571; auch βίον, Antp. Sid. 72 (VII, 23).
Greek (Liddell-Scott)
διαπλώω: μέλλ. -ώσω, Ἰων. ἀντὶ διαπλέω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 629, κτλ.
Spanish (DGE)
1 tr. recorrer, atravesar el mar ἁλὸς ... κέλευθα νηί A.R.2.629, διαπλώειν πόντον AP 9.295 (Bianor).
2 intr. navegar κεῖθεν δὲ διαπλώουσιν ... εἰς πεδίον Ληλάντιον Call.Del.288
•nadar διαπλώει πτερύγεσσιν una tortuga, Nic.Al.558.