διϊκανοδοτέω
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
Spanish (DGE)
dar garantías, avalar c. dos dat. ὁ δημοσιώνης ... ἀναδόχοις καὶ ἐνγαίοις τῷ δήμῳ διικανοδοτείτω SEG 39.1180.124, cf. 102 (Éfeso I d.C.).