δούλευσις
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
εως, ἡ,
A slavery, prob. f.l. for δούλωσις, Porph.Abst.1.8.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, das als Sklave Dienen, erst sehr Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δούλευσις: -εως, ἡ, δουλεία, Βυζ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
esclavitud, fig. sometimiento, servicio τὸ ἐρώτημά σου δηλοῖ ... ἀξίαν καὶ δούλευσιν ἐκκλησιαστικήν Cat.Cod.Astr.12.147.8, a Dios, Fulg.Fab.fr.13.