Δουλιχιεύς

From LSJ
Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Doulichion.
Étymologie: Δουλίχιον.

Spanish (DGE)

(Δουλῐχιεύς) -έως

• Alolema(s): Δουλιχιήτης St.Byz.s.u. Δουλίχιον; Δουλιχιώτης St.Byz.l.c.; fem. Δουλιχίς St.Byz.l.c.

• Morfología: [ac. -ιῆα Od.18.127, gen. -ιῆος Od.18.395]
Duliquieo ét. de Duliquion Od.18.424, ll.cc., Paus.6.15.7, St.Byz.l.c.