δυσδιάφθαρτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to break up, τὰ δ. βραδυπεψίας ἐργάζεται Gal.7.209.
Spanish (DGE)
-ον
medic. difícil de digerir ἡ σὰρξ ... τῶν ὀστρακοδέρμων ζῴων Gal.6.734, βραδυπεψίας δὲ ἐργάζεται τὰ δυσδιάφθαρτα Gal.7.209, cf. 8.339.