ἐκφόβησις
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
εως, ἡ,
A frightening, Hdn. Epim.21, Sch.A.Pr.922, Hsch. s.v. ἔκπληξις.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, das Herausscheuchen, Erschrecken, Schol. Aesch. Prom. 92.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφόβησις: -εως, ἡ, «φόβισμα, τρόμαγμα», Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 21.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
espanto, terror ἐνεποίει ἐκφόβησιν D.C.Epit.8.23.1, cf. Hdn.Epim.21, Hsch.s.u. ἔκπληξις, ἡ μετά τινος ἀρᾶς ἐ. Eust.1334.21, ἡ δὲ τοιαύτη γνώμη πρὸς ἐκφόβησιν παρείληπται Eust.200.44, c. gen. obj. πρὸς ἐκφόβησιν τῶν ψυχῶν Sch.Od.11.95, ἐ. πάντων τῶν ἄλλων θεῶν Sch.A.Pr.922H.