ἐμβρυοτόμος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A instrument for cutting up the foetus, Sor.2.63.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρυοτόμος: ὁ, τέμνων ἔμβρυον, ἐργαλεῖον μαιευτικόν, Κοντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 319.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. instrumento para escindir el feto muerto, Sor.4.5.78, Anon.Med.Ferr.282.