ἐνσφράγισις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A imprint, in pl., Plot.4.3.26, 4.6.1.
German (Pape)
[Seite 853] ἡ, das Einprägen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσφράγισις: ἡ, τὸ ἐσφραγίζειν, ἐντυποῦν, Πλωτῖνος ΙΙ. 729. 5.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
impronta οὐδ' ὥσπερ αἱ ἐνσφραγίσεις οὐδ' ἀντερείσεις ἢ τυπώσεις Plot.4.3.26, cf. 6.1.