indócil
From LSJ
Spanish > Greek
δυσμετάγωγος, δυσπειθής, δυσάγωγος, δυσμεταχείριστος, ἄδικος, ἀπαρηγόρητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀδικόμαχος
δυσμετάγωγος, δυσπειθής, δυσάγωγος, δυσμεταχείριστος, ἄδικος, ἀπαρηγόρητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀδικόμαχος