abortivo
From LSJ
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
Spanish > Greek
ἀμβλώθριον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀμβλωθρίδιος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
ἀμβλώθριον, ἀμβλωτικός, ἐκτρωτικός, ἐκτρωματικός, ἐκτρωματιαῖος, ἀμβλωθρίδιος, ἀπόφθαρμα, ἐμβρυοκτόνος, ἐκβόλιος